Η Φυλή του «Περίμενε»
«Κάποτε, μωρό μου, υπήρχε κι η δραχμή
κάποτε υπήρχε κι η Ολυμπιακή.
Κάποτε υπήρχε και το δάσος της Πεντέλης
κι εσύ κάποτε μου έλεγες πόσο πολύ με θέλεις».
Από το τελευταίο cd της Ευσταθίας «Δεν μπορεί, έχει meeting».
κάποτε υπήρχε κι η Ολυμπιακή.
Κάποτε υπήρχε και το δάσος της Πεντέλης
κι εσύ κάποτε μου έλεγες πόσο πολύ με θέλεις».
Από το τελευταίο cd της Ευσταθίας «Δεν μπορεί, έχει meeting».
Κάποτε ο κόσμος μας δεν είχε κινητά. Κάποτε υπήρχανε ρολόγια κουρδιστά. Τα φοράγανε οι άνθρωποι στους καρπούς τους για να ελέγχουνε την ώρα. Κάποτε η συνέπεια στα ραντεβού ήτανε μια άγραφη αξία, που ανέβαζε τις μετοχές κάποιου σε κοινωνικό επίπεδο και προσέδιδε πλονεκτήματα στον χαρακτήρα του. Όταν κάποιος έλεγε, φερ’ ειπείν, «Ο Σταύρος; Έχει βρετανική ακρίβεια!» ήτανε μια καταξίωση για τον Σταύρο (εν αντιθέσει με το να έχει βρετανικό γούστο στην κουζίνα, σημάδι πως ο Σταύρος δεν έχει καθόλου γούστο). Υπήρχαν εποχές που άμα έστηνες την γκόμενα δέκα λεπτάκια στην ντίσκο, μετά που θα ‘φτανες ή θα την είχε κάνει με τον Κυριάκο («πολύ κωλόπαιδο αυτός ο Κυριάκος»!), ή θα σου έφερνε την ντισκομπάλα κολάρο.
(Στην ντισκοτέκ, στην παλιά ντισκοτέκ).
Ο κόσμος μας σήμερα έχει αλλάξει (σαν γρια μιλάω σήμερα και δε μ’ αρέσει, τέλος πάντων). Τα ρολόγια δεν είναι πια κουρδιστά – ενίοτε δεν είναι καν ρολόγια. Στην Αθήνα απέμειναν μόνο δυο ντίσκο να θυμίζουν «τα καημένα τα νιάτα, τι γρήγορα που περνούν» – συγκεκριμένα, το Βινύλιο και η Μπουμ-Μπουμ. Ο Σταύρος σταμάτησε να έχει βρετανική ακρίβεια, γιατί έχει τράφικ η Κηφισίας, γιατί του προέκυψε meeting, ή γιατί απλώς είναι γαϊδούρι. Χώρια που πλέον οι πιθανότητες να σου την κάνει η γκόμενα με τον Κυριάκο έχουν στατιστικά μειωθεί, γιατί ο Κυριάκος μπορεί να την έχει ήδη κάνει με τον Μπάμπη. Ή, ακόμα κι αν βρεις τη δικιά σου με τον Κυριάκο, είναι πιθανό αυτή να του βάζει ρίμελ...
Είναι πάντως γεγονός πως, από τότε που βγήκε το «συγγνώμη», χάθηκε το φιλότιμο. Επίσης, από τότε που βγήκαν τα κινητά, αυξήθηκαν οι ώρες που μας στήνουνε στα ραντεβού. Το κινητό σού παρέχει την αίσθηση ότι μπορείς να στήσεις τον άλλο όσο θέλεις, αφού ο άλλος μπορεί ανά πάσα στιγμή να σε βρει και να σε βρίσει, κι εσύ με τη σειρά σου μπορείς ανά πάσα στιγμή να τον πάρεις και να του πεις «μόλις ξεκίνησα από το σπίτι» (ενώ είσαι ακόμα βυθισμένος στην μπανιέρα, με όλα τα αιθέρια έλαια ολούθε), ή «δεν μπορείς να φανταστείς τι έπαθα, πήγα να φύγω και μου ‘σπασε το καζανάκι και πλημμύρισα» (ενώ στην πραγματικότητα σου ‘σπασε το νύχι και πήγες στον Χόντο για να πάρεις ανταλλακτικό). Ή, ακόμα χειρότερα, το περιβόητο «έλα, σε λίγο φτάνω, σε δυο λεπτά είμαι εκεί» (και περνάν οι μέρες, και περνάν οι μήνες, κι εσύ λες, χέστηκα κι αν δεν έρθει, γαμώ το στήσιμο γαμώ!)
Όλοι αυτοί με τα σπασμένα καζανάκια, τα αιθέρια έλαια, το λεωφορείο που δεν πέρασε, το μετρό που τράκαρε στο Ψυχικό (παρ’ όλο που θα περάσει από εκεί σε καμμιά δεκαριά χρόνια, στην καλύτερη περίπτωση!) και που γενικά είναι με μια δικαιολογία στο στόμα, έχουν κατακυριεύσει τον κόσμο, όπως έχουν κατακυριεύσει τις πλατείες κάτι άνθρωποι όρθιοι με τα νεύρα σπασμένα, που περνά η ώρα, πας για καφέ και όταν τελειώσεις, είναι ακόμα εκεί και (υπομονετικά;) περιμένουν το ραντεβού που ακόμα δε φάνηκε. Το χειρότερο είναι ότι οι περισσότεροι το κάνουν συστηματικά, (αμετ)ανόητα, ακόμα κι αν έχεις άπειρες φορές τσακωθεί μαζί τους, ακόμα κι αν με κάθε τρόπο – μα με το καλό, μα με το ήπιο, μα με το άγριο – τους έχεις δείξει την ενόχλησή σου, που έχεις φάει το στήσιμο της αρκούδας.
Όλοι αυτοί οι στήνοντες συνιστούν τη φυλή του περίμενε, μια ιθαγενή φυλή που μιλάει τη γλώσσα της και επιλεκτικά κωφεύει απέναντι στους σπαστικούς που τους χαλάνε την ηρεμία. Πολλές φορές μου έχει τύχει να ανεβάσω λίγο τον τόνο της φωνής μου για να δείξω την ενόχλησή μου που περιμένω 45 λεπτά γωνία Ερμού και Βουλής (λέμε τώρα!), και τελικά να βρίσκω τον μπελά μου: «Μα τι ιδιότροπος που είσαι!» (αυτό λέγεται «Εκεί που μας χρωστάγανε, μας πήραν και το βόδι»). Ή «Μα και δέκα είχαμε πει, όχι παρά δέκα» (τύπου «Αν είσαι εσύ ηλίθιος, εγώ τι φταίω;»). Ή ακόμα να μη λέει τίποτα, μόνο να σου κάνει ζουζουνιές, τύπου «Έκανα τη γαϊδουριά, αλλά πάλι θα τη γλιτώσω!». Κι εσύ, ανάμεσα στα ζουζουνίσματα, να σκέφτεσαι «Έτσι όπως έγειρε επάνω μου, εφαρμόζουν τα δάχτυλά μου γύρω απ’ τον λαιμό της;»...
Η φυλή του περίμενε είναι μια μάστιγα μεγάλη. Είναι οι άνθρωποι που πάντα θα επινοήσουν ένα πρόβλημα από εκεί που δεν υπάρχει, και θα φροντίσουν να γίνει πρόβλημα δικό σου, μα ποτέ δικό τους. Είναι αυτοί που φροντίζουν να υφίστασαι εσύ τις συνέπειες των πράξεών τους, ενώ αυτοί τη βγάζουν πάντα καθαρή. Είναι η φυλή που ευθύνεται για μεγάλο μέρος της ακτινοβολίας που δεχόμαστε από τα κινητά.
Και που, αν τους το πεις, θα σου πούνε «Πάρε hands free!»...
Κι έτσι πολύ που περιμένεις, μοιραία έρχεται στο μυαλό σου μια ατάκα που η συγχωρεμένη η Μαλβίνα έλεγε για τον μέγιστο χρόνο που μπορεί κανένας να αντέξει στο περίμενε:
«Κάτσε, γρια, περίμενε, να κάνω γιο, να παντρευτείς»!
2 Comments:
Πόσο σε καταλαβαίνω!!!! Έχω γράψει και εγώ σχετικό post στο blog μου με τίτλο "Περιμένοντας τους Γκοντούς". Και νομίζω ότι ξέρω και σε ποιό άτομο ακριβώς αναφέρεσαι. Τι να πω? Απλά, υπομονή!!!
By PN, at 5:32 μ.μ.
αχ κι εγώ πόσο μα ΠΟΣΟ σε καταλαβαίνω! και πόσο συμφωνώ.
By Provato, at 11:44 μ.μ.
Δημοσίευση σχολίου
<< Home